- στλεγγιδοποιός
- στλεγγῐδο-ποιός, όν,A making στλεγγίδες, Str.15.1.67; also [pref] στελγιδο-, EM730.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στλεγγιδοποιός — making masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στλεγγιδοποιός — και στελγιδοποιός και στλεγγοποιός, ὁ, Α κατασκευαστής στλεγγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς, ίδος + ποιός*] … Dictionary of Greek
στλεγγιδοποιούς — στλεγγιδοποιός making masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στελγιδοποιός — όν, Α βλ. στλεγγιδοποιός … Dictionary of Greek
στλεγγοποιός — ὁ, Α βλ. στλεγγιδοποιός … Dictionary of Greek